ἐξέθρεψα

ἐξέθρεψα
ἐκτρέφω
bring up from childhood
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκτρέφω — εξέθρεψα, εκτράφηκα, εκθρεμμένος, μτβ. 1. τρέφω κάποιον, ώσπου να μεγαλώσει, τον ανατρέφω, τον μεγαλώνω. 2. μτφ., καλλιεργώ, αναπτύσσω (από ηθική άποψη): Ο φανατισμός εκτρέφει το μίσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξέθρεψ' — ἐξέθρεψα , ἐκτρέφω bring up from childhood aor ind act 1st sg ἐξέθρεψε , ἐκτρέφω bring up from childhood aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρόθεν — (Α μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν) 1. επίρρ. από την πλευρά τής μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.) 2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.) 3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα τής μητέρας.… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέφω — εκτρέφω, εξέθρεψα βλ. πίν. 219 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”